Παιάνων

Παιάνων
Παιά̱νων , Παιάν
physician
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιάνων — παιά̱νων , Παιάν physician masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιφήμισμα — ἐπιφήμισμα, τὸ (Α) [επιφημίζω] λέξη που προοιωνίζει κάτι, καλό ή κακό («ἀντὶ δ’ εὐχῆς καὶ παιάνων μεθ’ ὧν ἐξέπλεον πάλιν τούτων τοῑς ἐναντίοις ἐπιφημίσμασιν ἀφορμᾱσθαι», Θουκ.) …   Dictionary of Greek

  • παιανόκροτος — παιανόκροτος, ον (Μ) φρ. «παιανόκροτα φθέγματα» τα λόγια που ακούγονται μαζί με ήχους παιάνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, ᾶνος + κρότος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”